σκιαγραφικῶς

σκιαγραφικῶς
σκιαγραφικός
illusively painted
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκιαγραφικός — ή, ό / σκιογραφικός, ή, όν, ΝΑ [σκιαγράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σκιαγραφία ή γίνεται με σκιαγραφία νεοελλ. φρ. «σκιαγραφική ουσία» ιατρ. ουσία συγκριτικά αδιαφανής στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”